- γαλακτικός
- -ή, -όαυτός που σχετίζεται με το γάλα: Γαλακτικό οξύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλακτικός — ή, ό (Α γαλακτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γάλα ή προέρχεται απ αυτό 2. φρ. α) «γαλακτική ζύμωση» η μετατροπή σακχάρου σε γαλακτικό οξύ 6) «γαλακτικό οξύ» οργανική ένωση που περιέχεται σε ορισμένους φυτικούς χυμούς,… … Dictionary of Greek
Galaxie — Cet article concerne les galaxies au sens général. Pour les articles homonymes, voir Galaxie (homonymie). Pour notre propre galaxie, voir Voie lactée. M51, la G … Wikipédia en Français
Noyau galactique — Galaxie Cet article concerne les galaxies au sens général. Pour les articles homonymes, voir Galaxie (homonymie). Pour notre propre galaxie, voir Voie lactée … Wikipédia en Français
Récession des galaxies — Galaxie Cet article concerne les galaxies au sens général. Pour les articles homonymes, voir Galaxie (homonymie). Pour notre propre galaxie, voir Voie lactée … Wikipédia en Français
Univers-îles — Galaxie Cet article concerne les galaxies au sens général. Pour les articles homonymes, voir Galaxie (homonymie). Pour notre propre galaxie, voir Voie lactée … Wikipédia en Français
МЕТАГАЛАКТИКА — (от греч. μετά – за, после и γαλακτικός – млечный) – гигантская космич. система, частью к рой является вся совокупность звездных систем (галактик), доступная совр. телескопам. Термин введен амер. астрономом Шепли. Философская Энциклопедия. В 5 х… … Философская энциклопедия
Млечный Путь — У этого термина существуют и другие значения, см. Млечный Путь (значения). Млечный Путь Галактика … Википедия
galáctico — ► adjetivo ASTRONOMÍA De las galaxias. * * * galáctico, a (del gr. «galaktikós», lechoso) adj. De [la, las] galaxia[s] o de la Vía Láctea. * * * galáctico, ca. (Del gr. γαλακτικός, lechoso). adj. Astr. Perteneciente o relativo a la Vía Láctea o a … Enciclopedia Universal
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
λατέξ — (latex). Βλ. λ. κόμμεα ή γόμες. * * * το (βοτ. χημ.) κολλοειδές αιώρημα που είναι είτε ο γαλακτικός χυμός ο οποίος εκρέει από ορισμένα φυτά όταν κοπούν ή τραυματιστούν είτε διάφορα τεχνητά γαλακτώματα που αποτελούνται από πλαστικό ή συνθετικό… … Dictionary of Greek